Νόμισα πως είδα τη νεκρή αγαπημένη μου γυναίκα
να μου τη φέρνουν σαν την Άλκηστη απ'τον τάφο,
αυτή που ο μέγας γιος του Δία ξανάδωσε
στον όλβιο άντρα της
κι άρπαξε σώζοντας από τα χέρια του θανάτου.
Παρέκει εκείνη σύγκορμη έτρεμε, χλομή.
Ήρθε ντυμένη ολόλευκα, πάναγνη καθώς οι λογισμοί της,
μ' ένα μαγνάδι έκρυβε το πρόσωπό της,
όμως στην υπνοφαντασιά μου,
έρωτας,καλοσύνη, τρυφερότη άστραφταν
στο πρόσωπο της,
τόσο καθάρια σαν μορφή του παραδείσου.
Αλλά αχ,την ώρα που έσκυβε να μ' αγκαλιάσει, ξύπνησα.
Εκείνη εχάθη κι η μέρα μου 'φερε ξανά τη νύχτα μου.
JOHN MILTON [1608-1674]
να μου τη φέρνουν σαν την Άλκηστη απ'τον τάφο,
αυτή που ο μέγας γιος του Δία ξανάδωσε
στον όλβιο άντρα της
κι άρπαξε σώζοντας από τα χέρια του θανάτου.
Παρέκει εκείνη σύγκορμη έτρεμε, χλομή.
Ήρθε ντυμένη ολόλευκα, πάναγνη καθώς οι λογισμοί της,
μ' ένα μαγνάδι έκρυβε το πρόσωπό της,
όμως στην υπνοφαντασιά μου,
έρωτας,καλοσύνη, τρυφερότη άστραφταν
στο πρόσωπο της,
τόσο καθάρια σαν μορφή του παραδείσου.
Αλλά αχ,την ώρα που έσκυβε να μ' αγκαλιάσει, ξύπνησα.
Εκείνη εχάθη κι η μέρα μου 'φερε ξανά τη νύχτα μου.
JOHN MILTON [1608-1674]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου