Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΤ

Με χαρά μας φιλοξενούμε ενα ποίημα του Δ. Ποθητού,
που δημιουργεί μετά από καιρό απραξίας και πολλών
δυσκολιών.Τον ευχαριστούμε θερμά.


Γερνάω και δε βγαίνει πιά το ποίημα
Κίνηση απελπισμένη
Σ’ ετούτη τη φθαρμένη της ζωής μου τη σκακιέρα
Αγγίζω το μολύβι με τα χρυσά γράμματα
Ισιώνω το χαρτί, δεν είναι παρθένο, έμπειρο δείχνει
Μα λέξη πιά καμιά δε βγαίνει
Αποκλεισμένο, σιωπηλό το λεξιλόγιο της ψυχής μου
Σαν και αυτόν εδώ το βασιλιά τον ξύλινο που επάνω στη σκακιέρα
Αγωνιά, αποκλεισμένος στην ασφυκτική του μοναξιά 
Στο επερχόμενο, αδίστακτο και φοβερό
Θανατηφόρο ματ του αποπνιγμού

Ίσως εάν ποτέ ξαναγεννιόμουν 
Σφοδρά θα επιθυμούσα
Όνειρο να γινόμουν
Στον ύπνο μέσα, ζύμη των αισθήσεων να πλάθομαι
Στο ασυνείδητο σας σαν κοιμάστε να πλέκω τη μυστική φωλιά μου
Φυλλομετρώντας παραισθήσεις, οδύνες και ηδονές
Όχι εφιάλτης σκοτεινός ή ματωμένος
Σαν την απόγνωση του έρμου βασιλιά μου πριν το τέλος
Μα όνειρο ευχάριστο, ναι, αυτό λοιπόν επιθυμώ

Κι ότι μου λείπει πιο πολύ
Αυτό και να προσφέρω
Ανείπωτη χαρά
Αγάπη σαν της μάνας
Χρώματα καθαρά και αγαλλίαση σε μάτια σφαλιστά
Σε κορμιά που ηρέμησαν και ιδρωμένα ανασαίνουν πάνω στο μουσκεμένο στρώμα 
Μετά την φλογισμένη πάλη του έρωτα 
Και που με απορία νιώθουν να είναι δύο ξένοι, άγνωστοι
Σε κουρασμένες καρδιές που ράθυμα αργοχτυπούν 
Περιμένοντας κάποιος να τους προσφέρει τριαντάφυλλα ή έστω μία ψευδαίσθηση ζωής
Σε χείλη κατακόκκινα που μοιάζουν τάχα μου ατρόμητα
Χαμογελώντας με προσποίηση, υποτέλεια και φόβο 
Στο προσωπείο του καθημερινού θανάτου τους 
Με λίγο σάλιο να ξεραίνεται στη μια τους άκρη

Όνειρο μαγικό που θα τους συντροφεύει 
Και που σαν θα ξυπνήσουν 
Καθόλου και ποτέ πιά να μη με θυμούνται

Δημήτρης Ποθητός 
(Γράφτηκε στις 20/04/2013 στο σκακιστικό Καφενείο «Πανελλήνιον» στην οδό Μαυρομιχάλη 16 και Σόλωνος στην Αθήνα)

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

O KAΣΤΑΝΑΣ

Είχε περάσει ο πόλεμος και κάπου στην Αθήνα
που αποκαΐδια μάζευε και πάλευε την πείνα,
κοντά στο ηλιοβασίλεμα στο σώσιμο της μέρας,
που φύσαγε αμπόδιστος της λευτεριάς αέρας,
του ναυτικού ένα άγημα στεκόταν προσοχή,
της ένδοξης σημαίας μας να κάνει υποστολή.
Όλη η πλατεία όρθια βλέπει την τελετή
στο ιερό το λάβαρο προσφέρει την τιμή.
Τον ύμνο μας τον Εθνικό συνόδευε η φωνή τους
και ρίγη συγκινήσεως δονούσαν το κορμί τους.
Ένας μονάχα γέροντας που κάστανα πωλούσε,
δεν εσηκώθη όρθιος και καθιστός κοιτούσε.
Τον είδε ο Αξιωματικός κι ευθύς πάει κοντά του,
τον πιάνει, τον ταρακουνά, σκορπά τα κάστανά του.
Δεν ντρέπεσαι παλιάνθρωπε, Έλληνας είσαι εσύ;
Γιατί μωρέ δεν σέβεσαι το ιερό πανί;
Ε δάκρυσε ο καστανάς, άγρια η ματιά του παίζει
και πέρα από τα πόδια του πετάει το τραπέζι.
Τα δυο του πόδια έδειξε στα γόνατα κομμένα
και στον αυθάδη ναυτικό φώναξε πικραμένα:
Μη με μαλώνεις νεαρέ, δείξε μου σεβασμό,
σ' αυτό το ιερό πανί τα 'δωσα και τα δυο.
Τά' δωσα και δε ζήτησα έπαινο από κανένα,
στη δύσμοιρη πατρίδα μου χάρισμα από μένα.
Πάγωσε ο αξιωματικός στην θέα των ποδιών του,
στ' αντίκρυσμα δεν πίστευε των ίδιων των ματιών του.
Στέκεται μπρος του προσοχή, το χέρι του σηκώνει
και με σεμνό χαιρετισμό το σεβασμό δηλώνει.
Φωνάζει και στο άγημα:Όπλα παρουσιάστε
και με τις πρέπουσες τιμές τον Έλληνα δοξάστε.
Κοντά του ήρθαν κι άλλοι πολλοί, με δέος τον κοιτάνε,
ψάλλουν τον ύμνο όλοι μαζί και τον χειροκροτάνε.
Ο τόπος συνταράχτηκε, δάκρυσε η πλατεία,
πλημμύρισε το είναι τους του ήρωα η ανδρεία.
Μάνα Ελλάδα δέξου τα τα πόδια τα κομμένα.
Πάνω στης Πίνδου  τις κορφές τα πρόσφερε σε σένα.
Σαν αγιασμένα λείψανα να τά' χεις στο ναό σου,
να μαθητεύουν οι γενιές, να προσκυνά ο λαός σου.




ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ    ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ   ΖΑΧΑΡΑΚΗ.   

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

ANATOΛΗ

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά,
πως η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας.
Είναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογκάει και βαριά μοσχοβολάει,
μια μάνα, καίει το λάγνο της φιλί,
κι είναι της Μοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη  Ανατολή.

Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κι η χαρά σας, μοιρολόι
πικρό κι αργό
μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,
στενόκαρδος,αδούλευτος-διαβάτης,
μ' εσάς κι εγώ.

Στο γιαλό που του φύγαν τα καΐκια
και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια,
στ' όνειρο του πελάου και τ' ουρανού,
άνεργη τη ζωή να ζούσα κι έρμη,
βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,
με τόσο νου,
όσος φτάνει σα δέντρο για να στέκω
και καπνιστής με τον καπνό να πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά
και κάποτε το στόμα να σαλεύω
κι απάνω του να ξαναζωντανεύω
τον καημό που βαριά σας τυραννά,

κι όλο αρχίζει,γυρίζει, δεν τελειώνει.
και μια φυλή ζει μέσα μας και λιώνει,
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια, ανατολίτικα,
          λυπητερά.



      ΚΩΣΤΗΣ    ΠΑΛΑΜΑΣ      [1859-1943]

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

ΜΗΝΥΣΗ

Καταγγέλω δυό ματάκια
που μου κόβουνε τον ύπνο
με πειράζουν απ' αντίκρυ,
με κοιτούν ορθάνοιχτα.
Όπου πάω νάτα εμπρός μου
και στο γεύμα και στο δείπνο,
και κυκλοφορούν στο νού μου
πέρα απ' τα μεσάνυχτα.
Με θυμώνουν, με πεισμώνουν
πλάι μου σπιθοβολούνε
μό'χουν κάνει το μυαλό μου
πανδαιμόνιο βοής.
Βλέπετε, κύρ αστυνόμε,
τη ζωή μου απειλούνε,
κι έρχομαι να σας ζητήσω
και ασφάλεια ζωής.
Με φωτιές κοντά μου παίζουν-
θα με κάψουν καμμιάν ώρα.
Παίζουν πλάι μου σαν παιδάκια-
νοιώθετε τη συμφορά μου;
Διατάξατε να τα πιάσουν....
Δεν μπορούσατε εσείς τώρα
φυλακή να μου τα βάλτε
και τα δυό.....μές στήν καρδιά μου;



       ΛΑΙΛΙΟΣ     ΚΑΡΑΚΑΣΗΣ       [1887-1951]

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

Απ'  όλες τις χαρές μου η πιο βαθύτερη,
κι απ' το γλυκότερό μου ακόμα πόθο,
κάτι που μου χαρίζει τον Παράδεισο,
και κάτι που βαθιά στα σπλάχνα νιώθω,
είναι ν' ακούω το γέρο τον πατέρα μου
να λέει πως αγαπούσαν οι παλιοί,
και -τι ντροπή- πως έδωσε στη μάνα μου,
πριν παντρευτούνε ακόμα, ένα φιλί.

Κ' ενώ γελάμε  γύρω με τη μάνα μας,
που ακόμα κι ως τώρα κοκκινίζει,
στα σωθικά μου μέσα ξάφνου αισθάνομαι
κάτι που με κεντάει και φτερουγίζει,
σαν κάποιου μακρινού πουλιού κελάηδημα,
που μες στο δάσος,νύχτα, αντιλαλεί.
Μην είσαι συ, ψυχή μου, σπίθα που άναψες
από το πρώτο εκείνο τους φιλί;



ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΣΤΡΑΤΗΓΗΣ      [1860-1938]

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ '91

           ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΡΥΦΕΡΟ


Ένα λουλούδι τρυφερό
απ' τα δικά σου χέρια
μπορεί και να μ' ανέβαζε
πιο πάνω από τ' αστέρια.
Ένα μικρό τριαντάφυλλο
ένα κλωνάρι δυόσμο
αρκούν για να μου φτιάξουνε
τον γκρεμισμένο κόσμο.
Ένα γαρύφαλλο λευκό
μια μυρτιά ανθισμένη
κλειστό μπουμπούκι η χαρά
ν' ανθίσει περιμένει.
Ένα λουλούδι απαλό
απ' τα δικά σου χέρια
τον κόσμο δεν μου έταξε
μα μ' έφτασε στα αστέρια.



Χαρισμένο σε όλους τους φίλους
[άντε και στούς εχθρούς μέρες που
είναι].Καλό μήνα και καλή Ανάσταση,
είθε να είναι πραγματική για όλους.

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

ΧΑΛΑΣΜΟΣ

Ω χώρα αιμάτων, Γή τρικυμισμένη,
δέξου και πάλι μές την αγκαλιά σου,
ξερριζωμένα τα έρμα τα παιδιά σου.
Τα πένθιμα καράβια απ' τα ακρογιάλια
τ' αντικρινά, τα μακρινά, γεμάτα
κακόμοιρα γεράματα και νιάτα,

παν κι έρχονται κι αδειάζουν κι όλο αδειάζουν,
απ' τον Πόντο, απ' τον Καύκασο, απ' τα βάθη
της Μικρασίας, που η Ρωμιοσύνη εστάθη,
αιώνες τώρα κραταιή, μεγάλη,
ποιά μοίρα  τραγική τά' χε γραμμένα
ανθρώπινα κορμιά συφοριασμένα.

Οπίσω τους  αφήνουν βιός και πλούτη,
πού'χανε κάνει με τον ίδρωτά τους,
τα σπίτια τους, τα αμπελοχώραφά τους,
αφήνουνε κομμάτια της καρδιάς των
άλλους σκλάβους, αχ, κι άλλους σκοτωμένους,
τους δικούς των τους πολυαγαπημένους

εκκλησιές που αλητούργητες θα μείνουν,
καμπαναριά που πια δεν θα σημαίνουν,
και τάφους, γονικούς, όπου κανένας
δε θα συχνάζει πια κι ο γκιώνης μόνο,
στην κρύα ερημιά θα κλαίει με πόνο.

Κι όσοι ξέφυγαν το μαχαίρι κι όσοι
δεν πήγαν απο βόλι η αρρώστεια, τώρα,
ω Γη τρικυμισμένη, αιμάτων Χώρα,
απλώνουνε τα χέρια πρός Εσένα
και σου φωνάζουν -Μέσ' την αγκαλιά σου,
αχ, σκέπασε μας τα έρμα τα παιδιά σου.


          ΣΩΤΗΡΗΣ    ΣΚΙΠΗΣ     [1881-1952]

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ Νο.2

Θέλω να βγω απ' τον βυθό
γαμώ το κέρατό μου
το όνειρο αυτό που ζω
δεν είναι το δικό μου
δεν είναι οι ανάγκες μου
τσιγάρο να το σβήσω
μα δεν είμαι και άγιος
κάστανα να χαρίσω.
Θέλω να βγω απ'την σκιά
που ζω εδώ και αιώνες
και την ελπίδα φύλαγα
μέσα στους παγετώνες
ζούμε τον χρόνο μια στιγμή
και χίλιες στην αφάνεια
αφού κεφάλια κάναμε
τα πιο καλά τσογλάνια.
Θέλω να βγω απ΄τον βυθό
και φτου σας μασκαράδες
[μέρα που είναι σήμερα]
είς το εξώτερον το πύρ
άχρηστοι κερατάδες.



     ΣΩΤΗΡΙΟΣ   Θ.   ΚΑΛΟΓΡΗΑΣ

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΙ

Δώδεκα αγόρια του σκολιού                               Κι η βάρκα εποθοφτέρωσε
κι η χριστινιώ μια τάξη                                        κι ορθοπηδάει το κύμα
μη βρέξει και μη στάξει.                                     τραβώντας  όλο πρίμα.

Τ' αγόρια τ' ορκιστήκανε                                     Γέλια, τραγούδια εσώπασαν,
στην παλικαροσύνη                                             τ' αγόρια συμπαλεύουν,
να κλέψουν την Χριστίνη.                                   μοχτούν, φιλί γυρεύουν.

Βαρκούλα αρματώνουνε                                     Χουγιάζει ο ένας για φιλί
με σταυρωτό πανάκι-                                          βγάζουν καημούς τα πάθη
Χριστίνα-Χριστινάκι.                                          της θάλασσας τα βάθη.

Ποιος είδε πετροπέρδικα                                    Κανείς δεν είναι στο κουπί
να παίζει με γεράκια                                           κανείς εις το τιμόνι,
στο πλάι στα θυμαράκια.                                    λαχτάρα που τους ζώνει.  

Ποιος είδε την ξανθόμαλλη                                Για το φιλί της Χριστινιώς
γελούσα και πανώρια                                         χυμάν με χίλια χέρια
να παίζει με τ' αγόρια.                                        νερά, βουνά κι αστέρια.

Έμπα, καλή, στη βάρκα μας                               Κι η βάρκα η ποθοπλάνταχτη
να πάμε και να' ρθούμε                                      πάει στων νερών τα βάθη
τραγούδι που θα ειπούμε.                                  με του έρωτα τα πάθη.

Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε                               Κι εκεί σαλεύουν τα παιδιά,
στου ζέφυρου το χάδι                                       ψάχνουν να βρουν ακόμα
τ' όμορφο τούτο βράδυ.                                     της Χριστινιώς το στόμα.

Άλλοι ταιριάζουν τα πανιά                               Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά
κι άλλοι κουπί τραβούνε                                  τους νιους τους μαθητάδες
Χριστίνα ο νους σου πού' ναι.                         τις δώδεκα μανάδες.

Το Χριστινάκι τραγουδάει                               Μόν' κλαίω τα μάτια τα γλαρά
της βάρκας κυβερνήτης                                   το λυγερό κορμάκι,
γλυκειά πού' ναι η φωνή της.                           τ' αγρίμι, το ελαφάκι,

Και λέει τραγούδι του έρωτα                          που ήτανε δώδεκα χρονών
και για τον πόθο λέει                                       Παρθένα  Παναγιά μου,
για το φιλί που καίει.                                       κι έλαμπε η γειτονιά μου.



                   ΒΑΣΙΛΗΣ    ΡΩΤΑΣ            [1889-1977]

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

ΤΑ ΚΕΡΙΑ

Του  μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα-
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν  θέλω να τα βλέπω με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διώ και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.


       ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ    ΚΑΒΑΦΗΣ     [1863-1933]

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

ΤΡΕΙΣ ΝΕΟΙ

Ήτανε, Θέ μου, μιά φορά
τρείς νέοι, τρείς φίλοι, τρία παιδιά,
αγάπες, όνειρα, τραγούδια,
μέσα στο φώς, μέσ' τα λουλούδια
τρείς νέοι, τρείς φίλοι, τρία παιδιά.

Τώρα απομένουνε  βαθιά,
ένας εδώ κι άλλος εκεί,
χείλη, καρδιές, μάτια  κλειστά,
μέσα στο χώμα, μές τη γή,
ένας  εδώ κι  άλλος εκεί.

Κάθε που ανθίζουν τα κλαδιά,
βγαίνουν  τις νύχτες τρία παιδιά
η  στ' ασημένια καλοκαίρια,
που υψώνονται στο φώς τα χέρια,
βγαίνουν τις νύχτες τρία παιδιά.

Και με αρμονία γλυκολαλεί,
κιθάρα,  φλάουτο, και βιολί
η θεία του Σούμπερτ σερενάτα,
κι είν' όλα αγάπη, φώς  γεμάτα,
κιθάρα, φλάουτο, και  βιολί.

Του πρώτου η μάνα τ' αγροικά
βουβή κι ανάβει τα κεριά
του άλλου η αδελφή και γονατίζει
του τρίτου η αγάπη θυμιατίζει
σ'  ένα  κελί  καλογριά.

Μοίρες οι νύχτες τριγυρνούν
και τα παιδιά  ξεπροβοδούν,
στέλνουν  μηνύματα  στ' αστέρια,
και με καλόβολα τα χέρια
τα τρία παιδιά  ξεπροβοδούν.

Ήτανε, Θέ μου, μια φορά
τρείς νέοι....και τώρα είναι βαθειά
μέσα στο χώμα μές  στη γη,
ένας εδώ κι άλλος εκεί,
τρείς νέοι, τρείς φίλοι, τρία παιδιά.



         ΑΙΜΙΛΙΑ   ΔΑΦΝΗ       [1881-1941]