Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

ΟΙ ΦΟΡΟΙ

               Βάλετε φόρους εις την πτωχήν μας ράχη
               ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα
               σείς το κρασί και τον καπνό να πίνετε μονάχοι
               κι εμείς να σας κοιττάζουμε με μάτι σαν γαρίδα.
               Βαρειά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει
               βάλετε φόρους,βάλετε,κι η ράχη μας αντέχει.

               Ότι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει
               στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα
               μ'εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει
               φορολογήσετε κι αυτή τη σάρκα μας ακόμα.
               Του κρέατός μας κόβετε καμιά παχειά λωρίδα
               και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.

               Ότι κι αν τρώνε οι πτωχοί,το έθνος ας τα τρώγει
               οτι κι αν πίνουν οι πτωχοί,το έθνος ας τα πίνει
               χορταίνετε σαν λούκουλοι μ'εμάς το σκυλολόγι
               κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι'αυτό ευγνωμοσύνη.
               Τέτοιοι χωριάτες πού'μαστε αντέχουμε είς ολα
               και ούτε τόσο εύκολα τινάζουμε τα κώλα.......

               Μ' αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει
               την δυναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία
               δεν ειμπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει
               γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία.
               Φτώχεια και πλούτος.....ζήτημα του καθενός αιώνος
               ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος.




                     ΓΕΩΡΓΙΟΣ    ΣΟΥΡΗΣ

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Τι σκληροί που'ναι οι  ανθρώποι
άπληστοι,χυδαίοι,ζωντανά θεριά
κάθε τους κουβέντα και μια μαχαιριά
της καρδιάς τους μαύροι και έρημοι οι τόποι.

Μιας παλιάς κατάρας μοιάζουν εκπροσώποι
επαιτώντας πάντα λίγη λευτεριά,
σ' άγρια πελάγη ψάχνοντας στεριά
τους μικρούς θεούς τους παίρνουν στο κατόπι.

Κλαίνε και γελάνε και ξοδεύονται
και γερνάν σ' ηλιόλουστους πλανήτες
τη ζωή τους άραγε την γεύονται;

Πόρνες στρατοκόποι και αλήτες
τις βραδιές στις τρύπες τους μαζεύονται
θύματα του βίου τους και θύτες.

           ΓΙΑΝΝΗΣ  ΛΙΑΣΚΟΣ

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

H AΡΑΧΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ

Κάποτε αγάπησα κάποιαν αράχνη
όταν εγώ είχα μύγα γεννηθεί
ήταν τα πόδια της από βελούδο
και μ' ένα ουράνιο τόξο είχε ντυθεί.

Μου 'φαγε τα φτερά μου με καμάρι.
Μ 'δεσε με πολύ λεπτή κλωστή,
μ 'φερε στο μικρό της το σαλόνι
απάνω από μια σκάλα γυριστή.

Να μαθητέψει τις  μικρές αράχνες,
κομμάτια μου 'κοψε τα σωθικά μου.
Το φάντασμά μου ήρθε να τη στοιχειώσει.
Την είδα να σπαράζει την καρδιά μου.


         VACHEL  LINDSAY      [1879-1931]

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

ΧΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ

Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες,χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα
γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη.

Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω
για την κάθε λύπη, κάθε τι κακό,
φυλαχτό απ' αρρώστεια,φυλαχτό από χάρο,
μόνο λίγο χώμα,χώμα ελληνικό.

Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,
χώμα μυρισμένο απ' το καλοκαίρι,
χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει

μόνο με της πούλιας την ουράνια χάρη,
μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά
το μοσχάτο κλήμα, το ξανθό σιτάρι,
την χλωρή την δάφνη, την πικρήν ελιά.

Χώμα τιμημένο, πό΄χουν ανασκάψει
για να θεμελιώσουν ένα Παρθενώνα,
χώμα δοξασμένο πό'χουν ροδοβάψει
αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα.

Χώμα πό'χει θάψει λείψανα αγιασμένα
απ' το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά,
χώμα που θα φέρνει στον μικρόν εμένα
θάρρος,περηφάνεια, δόξα και χαρά.

Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια
κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει,
από σε θα παίρνει δύναμη, βοήθεια,
μην την ξεπλανέψουν άλλα, ξένα κάλλη.

Η δική σου χάρη θα με δυναμώνει
κι όπου κι αν γυρίσω κι όπου κι αν σταθώ
συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη,
πότε στην Ελλάδα πίσω θε να 'ρθώ.

Κι αν το ριζικό μου έρημο και μαύρο
μου' γραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το στερνό συχώριο εις εσένα θα'βρω,
το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω.

Έτσι, κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
και το ξένο μνήμα θά' ναι πιο γλυκό
σαν θαφτείς μαζί μου, στην καρδιά μου επάνω,
χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό.


    ΓΕΩΡΓΙΟΣ   ΔΡΟΣΙΝΗΣ    [1859-1951]

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

AΔΕΙΕΣ ΑΡΕΝΕΣ

Θλιμμένα πρόσωπα σ' άδειες αρένες
προσπερνούν το μοιραίο
κι απολαμβάνουν το ηλιοβασίλεμα.
Στους δρόμους του μυαλού
ανάβουνε φωτιές και γυάλινα καρφιά
πηδούνε τις σκιές μας.
Οι μαύρες τρύπες τρυγούνε  ιονόσφαιρα
και οι μετεωρίτες επιδίδονται
σε παν πλανητικό αγώνα δρόμου.
Ο σάπιος σπόρος στην αγκαλιά της γης
προσπαθεί να ηδονιστεί
να αφήσει την σαπίλα του στο χώμα.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

ΤΑ ΚΕΡΙΑ

Του  μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα-
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν  θέλω να τα βλέπω με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διώ και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.


       ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ    ΚΑΒΑΦΗΣ     [1863-1933]

Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

Ο ΡΩΜΗΟΣ

Στον καφενέ απ' έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγος ρουφώ
και στών εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανένα δεν κοιττάζω,κανένα δεν ψηφώ.

Σε μια καρέκλα το'να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μια άλλη,κι ολίγο παρεκεί
αφήνω το καπέλο ,και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου,τι λιακάδα,τι ουρανός, τι φύσις,
αχνίζει εμπροστά μου καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατ εμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω,μεγάλες και σοφές.

Βρίζω Εγγλέζους,Ρώσους και όποιους άλλους θέλω
και στρίβω το μουστάκι μ' αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον ίδιο εαυτό μου και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω το νού στο Διάκο και είς τον Καραίσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα είς όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στήν καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Την φίλη μας Ευρώπη με πέντα φασκελώνω,
απάνω στο τραπέζι τον γρόνθο μου κτυπώ.....
Εχύθη ο καφές μου,τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω,αρχίζω να τις πώ.

Στόν καφετζή ξεσπάνω,φωτιά κι εκείνος παίρνει,
αμέσως άνω-κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει,τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος....δεν πληρώνω δεκάρα στόν καφέ.



           ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΣΟΥΡΗΣ       1853-1919

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

ΨΥΧΟΣΥΝΘΕΣΗ

Περνούν οι ώρες με ρυθμό σημειωτόν
και φτύνουν στα μούτρα το παρόν
πού'χει αρχίσει και γίνεται αχνό
σαν του λονδίνου το τοπίο το υγρό
κομμένα χέρια, πόδια ακρωτηριασμένα
ταξιδεύουν μόνα και αηδιασμένα
μέσ' το άπειρο θεατές του ονείρου
δικαιούχοι του παραδείσιου κλήρου
άνθρωποι με μνημονικά κατά-κλεμμένα
με ερωτηματικά περιβραχιόνια κομμένα
με το πρόσωπο τούς καμουφλαρισμένο
και το εγώ τούς να χτυπιέται αφρισμένο
φαιά ουσία χυμένη στο τραπέζι το καλό
απο κάποιου φιλοσοφημένου το μυαλό
στού ποιητή την έμπνευση κηλίδα
και στού φτωχού το όνειρο ασπίδα
ψυχοσύνθεση, ετούτου του γήινου πλανήτη
μοιάζει με θεωρεία ενός βαρυποινίτη
με άρρωστο γέλιο έγκλειστου ψυχιατρείου
και με υποκρισία οικογενειάρχη και κυρίου.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

  Ο άνθρωπος επινόησε τον χρόνο και δεν μπορεί να τον σταματήσει. Ο άνθρωπος επινόησε τον χρόνο για να γίνει σκλάβος του, να τον έχει αφέντη του και δήμιό του. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να τον σταματήσει, τον ονόμασε αδυσώπητο, πανδαμάτορα, μπαμπέση, αιμοβόρο και πολλά άλλα. Παρόλα αυτά όμως συνεχίζει καθημερινώς να του κάνει το χατίρι. Κάθε μέρα ακούμε, «δεν έχω χρόνο!», «δεν προλαβαίνω!», «δεν με παίρνει η ώρα!» και τα λοιπά που όλοι λέμε. Ένα ποτάμι τεράστιο ο χρόνος, δυνατό, βουβό και ύπουλο, που κανείς δεν ξέρει που μας πηγαίνει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σε κάποιο σημείο αυτού του ποταμού υπάρχει ο θάνατος για όλους μας. Για άλλους κυλάει αργά όπως δουλεύει το σαράκι στο ξύλο, για άλλους γρήγορα, «σαν νεράκι!», που λένε. Το κακό είναι ότι για τους περισσότερους από εμάς κυλάει γρήγορα, τόσο γρήγορα που δεν μπορείς να γυρίσεις να δεις το παρελθόν. Γυρνάς για μια στιγμή για να δεις τις αναμνήσεις κι αν ξεχαστείς θα πέσεις, θα “φας” τα μούτρα σου. Βουβό και επιβλητικό το ποτάμι κυλάει στο ρυθμό του και αφήνει ένα παχύ στρώμα λησμονιάς απάνω στην μνήμη μας. Έτσι μπερδεύονται ονόματα, πρόσωπα, γεγονότα, ημερομηνίες και απλά τα κουβαλάμε μέσα μας. Ευτυχώς όμως που υπάρχουν τα γραπτά και οι φωτογραφίες. «Οι άνθρωποι βγάζουν φωτογραφίες για να αποδείξουν ότι ζήσανε!», είχε πει κάποιος και πολύ σωστά. Εμένα μ’ αρέσει κάπου-κάπου να σκαλίζω τα απομεινάρια και τις αποδείξεις της περασμένης μου ζωής. Εντελώς απρόσμενα λοιπόν κάποια μέρα, βρήκα κάποια παλιά κιτρινισμένα φύλλα. Ήταν οι εκθέσεις μου στο γυμνάσιο και ένα ποίημα της εφηβείας ή λίγο μεταγενέστερο, δεν θυμάμαι. Θυμήθηκα την τάξη μου. Εμείς οι δεύτεροι μαθητές στα πίσω θρανία και οι καλοί στα πρώτα. Οι καθηγητές να φωνάζουν προσπαθώντας να μας νουθετήσουν, αλλά εμείς το βιολί μας. Ύστερα πήρα μια έκθεση στην τύχη και την διάβασα. Στο τέλος με κόκκινο στυλό οι παρατηρήσεις της φιλολόγου μας. Συνήθως μου έγραφε, «προσπάθησε περισσότερο, μπορείς!» ή «είσαι εκτός θέματος!». Η αλήθεια είναι ότι γενικά ήμουν εκτός θέματος. Προσπαθούσε η φιλόλογος μας η κα Ασημίνα Τσανούλα να μας κάνει να πάρουμε μπρος, αλλά εμείς τίποτα. Από τότε πέρασαν πάνω από είκοσι πέντε χρόνια και δεν έτυχε ποτέ να την ξαναδώ. Ελπίζω να ‘ναι καλά. Κλείνοντας ας μου επιτρέψει να της αφιερώσω αυτό το κιτρινισμένο ποίημα που ήτανε κλεισμένο σε κάποιο φάκελο παρέα με τις εκθέσεις.

Φύτεψα μία μικρή ελπίδα
μες του σπιτιού μας τον μπαξέ
κοίτα να την ποτίζεις όσο θα λείπω
αγαπητέ μου αδελφέ.
Θα βγάλει άνθη μυρωδάτα
και τα κλωνάρια της θα ‘ναι γερά
για να αντέχει τα καλοκαίρια
να ρίχνουν κούνιες τα παιδιά.
Με μια μικρή φαλτσέτα  -αδελφέ-
θέλω να χαράξεις το όνομά μου
απαλά όμως μην πονέσει
και στάξει αίμα η καρδιά μου.
Και τώρα φεύγω αδελφέ
για τις ιδέες, τις ελπίδες, τις πατρίδες
κι αν έκλαψα πριν φύγω στο μπαξέ
ξέχασέ το και κάνε πως δεν με είδες.