Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

  Ο άνθρωπος επινόησε τον χρόνο και δεν μπορεί να τον σταματήσει. Ο άνθρωπος επινόησε τον χρόνο για να γίνει σκλάβος του, να τον έχει αφέντη του και δήμιό του. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να τον σταματήσει, τον ονόμασε αδυσώπητο, πανδαμάτορα, μπαμπέση, αιμοβόρο και πολλά άλλα. Παρόλα αυτά όμως συνεχίζει καθημερινώς να του κάνει το χατίρι. Κάθε μέρα ακούμε, «δεν έχω χρόνο!», «δεν προλαβαίνω!», «δεν με παίρνει η ώρα!» και τα λοιπά που όλοι λέμε. Ένα ποτάμι τεράστιο ο χρόνος, δυνατό, βουβό και ύπουλο, που κανείς δεν ξέρει που μας πηγαίνει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σε κάποιο σημείο αυτού του ποταμού υπάρχει ο θάνατος για όλους μας. Για άλλους κυλάει αργά όπως δουλεύει το σαράκι στο ξύλο, για άλλους γρήγορα, «σαν νεράκι!», που λένε. Το κακό είναι ότι για τους περισσότερους από εμάς κυλάει γρήγορα, τόσο γρήγορα που δεν μπορείς να γυρίσεις να δεις το παρελθόν. Γυρνάς για μια στιγμή για να δεις τις αναμνήσεις κι αν ξεχαστείς θα πέσεις, θα “φας” τα μούτρα σου. Βουβό και επιβλητικό το ποτάμι κυλάει στο ρυθμό του και αφήνει ένα παχύ στρώμα λησμονιάς απάνω στην μνήμη μας. Έτσι μπερδεύονται ονόματα, πρόσωπα, γεγονότα, ημερομηνίες και απλά τα κουβαλάμε μέσα μας. Ευτυχώς όμως που υπάρχουν τα γραπτά και οι φωτογραφίες. «Οι άνθρωποι βγάζουν φωτογραφίες για να αποδείξουν ότι ζήσανε!», είχε πει κάποιος και πολύ σωστά. Εμένα μ’ αρέσει κάπου-κάπου να σκαλίζω τα απομεινάρια και τις αποδείξεις της περασμένης μου ζωής. Εντελώς απρόσμενα λοιπόν κάποια μέρα, βρήκα κάποια παλιά κιτρινισμένα φύλλα. Ήταν οι εκθέσεις μου στο γυμνάσιο και ένα ποίημα της εφηβείας ή λίγο μεταγενέστερο, δεν θυμάμαι. Θυμήθηκα την τάξη μου. Εμείς οι δεύτεροι μαθητές στα πίσω θρανία και οι καλοί στα πρώτα. Οι καθηγητές να φωνάζουν προσπαθώντας να μας νουθετήσουν, αλλά εμείς το βιολί μας. Ύστερα πήρα μια έκθεση στην τύχη και την διάβασα. Στο τέλος με κόκκινο στυλό οι παρατηρήσεις της φιλολόγου μας. Συνήθως μου έγραφε, «προσπάθησε περισσότερο, μπορείς!» ή «είσαι εκτός θέματος!». Η αλήθεια είναι ότι γενικά ήμουν εκτός θέματος. Προσπαθούσε η φιλόλογος μας η κα Ασημίνα Τσανούλα να μας κάνει να πάρουμε μπρος, αλλά εμείς τίποτα. Από τότε πέρασαν πάνω από είκοσι πέντε χρόνια και δεν έτυχε ποτέ να την ξαναδώ. Ελπίζω να ‘ναι καλά. Κλείνοντας ας μου επιτρέψει να της αφιερώσω αυτό το κιτρινισμένο ποίημα που ήτανε κλεισμένο σε κάποιο φάκελο παρέα με τις εκθέσεις.

Φύτεψα μία μικρή ελπίδα
μες του σπιτιού μας τον μπαξέ
κοίτα να την ποτίζεις όσο θα λείπω
αγαπητέ μου αδελφέ.
Θα βγάλει άνθη μυρωδάτα
και τα κλωνάρια της θα ‘ναι γερά
για να αντέχει τα καλοκαίρια
να ρίχνουν κούνιες τα παιδιά.
Με μια μικρή φαλτσέτα  -αδελφέ-
θέλω να χαράξεις το όνομά μου
απαλά όμως μην πονέσει
και στάξει αίμα η καρδιά μου.
Και τώρα φεύγω αδελφέ
για τις ιδέες, τις ελπίδες, τις πατρίδες
κι αν έκλαψα πριν φύγω στο μπαξέ
ξέχασέ το και κάνε πως δεν με είδες.